- κοντσερτίστας
- ο1. μουσικός που δίνει κοντσέρτα, συναυλίες2. μουσικός που ψάλλει μονωδία σε ορχήστρα ή που παίζει σόλο με όργανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. concertista].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοντσερτίστας — ο (λ. ιταλ.) 1. μουσικός που δίνει κοντσέρτα, δηλ. συναυλίες. 2. μουσικός που τραγουδάει μονωδία σε ορχήστρα ή παίζει σόλο όργανο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιζαΐ, Εζέν — (Eugène Ysaye, Λιέγη 1858 – Βρυξέλλες 1931). Βέλγος βιολονίστας, διευθυντής ορχήστρας και συνθέτης. Αφού εργάστηκε ως μέλος ορχήστρας, εμφανίστηκε από το 1889 ως κοντσερτίστας και έπειτα ως διευθυντής ορχήστρας, σημειώνοντας επιτυχίες παγκοσμίως … Dictionary of Greek
Κρόιτσερ, Ροντόλφ — (Rodolphe Kreutzer, Βερσαλίες 1766 – Γενεύη 1831). Γάλλος βιολιστής και συνθέτης. Μαθητής του Αντόν Στάμιτς, ο οποίος κυρίως τον ενέπνευσε, ο Κ. θεωρείται τέκνο της γερμανικής σχολής, αν και η τέχνη του ωρίμασε στη Γαλλία. Στο Παρίσι ήταν… … Dictionary of Greek
Τζεμινιάνι, Φραντσέσκο — (Geminiani, Λούκα 1687 – Δουβλίνο 1762). Ιταλός συνθέτης και βιολιστής. Αφού σπούδασε με τους περιφημότερους δασκάλους, όπως ο Κορέλι και ο Αλεσάντρο Σκαρλάτι, και διακρίθηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του και στη Νάπολη ως κοντσερτίστας, ο Τ.… … Dictionary of Greek
Τιμπό, Ζακ — (Thibaud, Μπορντό 1880 – περιοχή του Mον Σεμέ, Μπαρτσελονέτ 1953). Γάλλος βιολονίστας. Κοντσερτίστας από νεαρή ηλικία, εμφανίστηκε σε ηλικία 6 ετών ως πιανίστας και αργότερα αφοσιώθηκε στο βιολί, που σπούδασε στο Ωδείο του Παρισιού. Επιβλήθηκε το … Dictionary of Greek